ἀνασκευάζεται

ἀνασκευάζεται
ἀνασκευάζω
pack up the baggage
pres ind mp 3rd sg
ἀνασκευάζω
pack up the baggage
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δυσαντίλεκτος — δυσαντίλεκτος, ον (Α) 1. αυτός που δύσκολα αναιρείται ή ανασκευάζεται 2. εκείνος με τον οποίο δύσκολα διαφωνεί κανείς …   Dictionary of Greek

  • δυσκαταγώνιστος — η, ο (AM δυσκαταγώνιστος, ον) αυτός που δύσκολα καταβάλλεσαι σε αγώνα αρχ. (για επιχείρημα) αυτός που δύσκολα αναιρείται ή ανασκευάζεται …   Dictionary of Greek

  • δύσλυτος — η, ο (AM δύσλυτος, ον) 1. αυτός που λύνεται δύσκολα («δύσλυτα δεσμά») 2. αυτός για τον οποίο δύσκολα βρίσκεται λύση («δύσλυτο πρόβλημα») αρχ. 1. αυτός που δύσκολα εξαφανίζεται («ἄκος τῶν δυσλύτων πόνων», Ευρ.) 2. όποιος δύσκολα αναιρείται ή… …   Dictionary of Greek

  • ευανάτρεπτος — εὐανάτρεπτος, ον (Α) 1. αυτός που ανατρέπεται, αναποδογυρίζει εύκολα 2. αυτός που ανασκευάζεται, αναιρείται εύκολα 3. ιατρ. ο φιλάσθενος 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐανάτρεπτον (για τον ανθρώπινο οργανισμό) η ευπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα τρεπτος… …   Dictionary of Greek

  • ευανασκεύαστος — εὐανασκεύαστος, ον (Μ) αυτός που ανασκευάζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα σκευάζω] …   Dictionary of Greek

  • ευδιάλυτος — Ορυκτό που αποτελείται από πυριτικά άλατα σιδήρου, ζιρκονίου και ασβεστίου. Κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα και σχηματίζει ερυθρούς διαφανείς κρυστάλλους με υαλώδη λάμψη. Έχει σκληρότητα 5,5 και ειδικό βάρος 2,90 3,01. Βρίσκεται σε δύο… …   Dictionary of Greek

  • ευπαράκρουστος — εὐπαράκρουστος, ον (Α) αυτός που ανασκευάζεται, που αποκρούεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα κρούω] …   Dictionary of Greek

  • ευπερίτρεπτος — εὐπερίτρεπτος, ον (Α) 1. αυτός που ανατρέπεται, που αναποδογυρίζεται εύκολα 2. εύκαμπτος, ευλύγιστος 3. συνεκδ. αυτός που ανασκευάζεται εύκολα, που μεταστρέφεται εύκολα εις βάρος εκείνου που μιλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι τρεπτος (< περι τρέπω) …   Dictionary of Greek

  • εύληπτος — η, ο (ΑΜ εὔληπτος, ον) 1. αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευνόητος 2. (για ποτά, φάρμακα κ.λπ.) αυτός που λαμβάνεται εύκολα, ο εύποτος, ο καλόπιστος (α. «οὐδ εὔληπτον εῑναι τὸ ὕδωρ», Ιώσ. β. «εύληπτα φάρμακα») νεοελλ. αυτός που συλλαμβάνεται… …   Dictionary of Greek

  • Κωλώτης ο Λαμψακηνός — (3ος αι. π.Χ.). Επικούρειος φιλόσοφος. Υποστήριζε με θέρμη τις αρχές του διδασκάλου του, Επίκουρου, και καταπολεμούσε τα υπόλοιπα φιλοσοφικά ρεύματα, ιδιαίτερα τις θεωρίες του Πλάτωνα, εναντίον του οποίου έγραψε Προς τον Πλάτωνος Λύσιν και Προς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”